παλιόκορμο

παλιόκορμο
το бран. дрянь (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παλιόκορμο" в других словарях:

  • παλιόκορμο — το άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές, χωρίς τιμή και προσωπική αξία, αισχρός, κακοήθης, παλιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + κορμί] …   Dictionary of Greek

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • παλιοτόμαρο — το (υβριστικά) αισχρός και τιποτένιος άνθρωπος, παλιόκορμο, παλιόμουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + τομάρι] …   Dictionary of Greek

  • παλιόμουτρο — το αχρείος άνθρωπος, παλιόκορμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + μούτρο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»